φαγεσωρίτις

φαγεσωρίτις
-ίτιδος, ἡ, Α
βλ. φαγέσωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαγέσωρος + κατάλ. -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. στεφαν-ῖτις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαγέσωρος — ο, ΝΑ, θηλ. φαγεσωρῑτις, ίτιδος, Α νεοελλ. ιατρ. βύσμα σμήγματος και κερατινοποιημένων κυττάρων που φράζει τον εκφορητικό πόρο ενός σμηγματογόνου αδένα τού δέρματος και υπό την επίδραση τού αέρα μαυρίζει, κν. μπιμπίκι αρχ. αδηφάγος, λαίμαργος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”